Greek Meaning of blossoming
ανθισμένος, -η, -ο
Other Greek words related to ανθισμένος, -η, -ο
- ανθισμένος
- ακμάζων
- ανθοφορία
- ανθηρός
- βρεφώδης
- άπειρος
- παιδικός
- παιδαριώδης
- εμβρυϊκός
- αναδυόμενος
- Πράσινο
- άπειρος
- βρεφικός
- ανεπτυγμένο
- ημιτελές
- άπτερος
- άμορφος
- Άγουρο
- Άγουρο
- Νεαρός
- Έφηβος
- Ανώριμος
- παιδαριώδης
- ανήλικος
- ανήλικος
- προεφηβεία
- παιδαριώδης
- Ωμός
- έφηβος
- έφηβος
- ανήλικος
- νεανικός
- νεανικός
- εφηβικός
- παιδαριώδης
- ανήλικος
Nearest Words of blossoming
Definitions and Meaning of blossoming in English
blossoming (n)
the time and process of budding and unfolding of blossoms
blossoming (p. pr. & vb. n.)
of Blossom
FAQs About the word blossoming
ανθισμένος, -η, -ο
the time and process of budding and unfolding of blossomsof Blossom
ανθισμένος,ακμάζων,ανθοφορία,ανθηρός,βρεφώδης,άπειρος,παιδικός,παιδαριώδης,εμβρυϊκός,αναδυόμενος
ενήλικας,ηλικιωμένοι,γήρανση,αρχαίος,ηλικιωμένοι,γεροντικός,Ώριμος,ώριμος,παλιό,μεγαλύτερος
blossomed => άνθησε, blossom out => ανθίζω, blossom forth => Ανθίζω, blossom => άνθος, blosmy => Λουλούδι,