Greek Meaning of decrepit
ετοιμόρροπος
Other Greek words related to ετοιμόρροπος
- ερειπωμένος
- Αδύναμος
- σπασμένος
- εξασθενημένος
- εξασθενημένος
- Αδύναμος
- Ασθενής
- εύθραυστος
- άρρωστος
- χωλός
- σπαταλημένος
- εξασθενημένος
- ασθενικός
- σπασμένο
- εξετάζω
- κατεστραμμένος
- λεπτός
- κατεστραμμένος
- ανάπηρος
- φτωχός και καταφρονεμένος
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- πόνος
- εξασθενημένος
- ανίκανος
- ανίκανος
- τραυματισμένος
- άκυρος
- νωθρός
- Χαμηλός
- Παράλυτος
- ανίσχυρος
- προσκυνημένος
- ερειπωμένος
- αποκαμωμένος
- ελαφρύ
- μαλακός
- μαλακωμένο
- τρυφερό
- προβληματικός
- Άυλος
- μαλθακός
- δειλός
- βυθισμένο
- καταβεβλημένος
Nearest Words of decrepit
Definitions and Meaning of decrepit in English
decrepit (s)
worn and broken down by hard use
lacking bodily or muscular strength or vitality
decrepit (a.)
Broken down with age; wasted and enfeebled by the infirmities of old age; feeble; worn out.
FAQs About the word decrepit
ετοιμόρροπος
worn and broken down by hard use, lacking bodily or muscular strength or vitalityBroken down with age; wasted and enfeebled by the infirmities of old age; feebl
ερειπωμένος,Αδύναμος,σπασμένος,εξασθενημένος,εξασθενημένος,Αδύναμος,Ασθενής,εύθραυστος,άρρωστος,χωλός
ολοκαίνουργιο,φρέσκος,συντηρημένο,νέος,σκληρός,ανθεκτικός,υγιής,διατηρήθηκε,σφριγηλός,ισχυρός
decrement => μειωση, decreet => διάταγμα, decreer => εκδίδω διάταγμα, decreeing => διατάσσων, decreed => διάταγμα,