Greek Meaning of decreer
εκδίδω διάταγμα
Other Greek words related to εκδίδω διάταγμα
Nearest Words of decreer
Definitions and Meaning of decreer in English
decreer (n.)
One who decrees.
FAQs About the word decreer
εκδίδω διάταγμα
One who decrees.
κατεύθυνση,οδηγία,διάταγμα,Απαγόρευση,οδηγία,παραγγελία,προσταγή,χρέωση,εντολή,Εντολή
ένσταση,αίτηση,αίτημα,παράκληση,πρόταση,σύσταση,πρόταση,επείγον
decreeing => διατάσσων, decreed => διάταγμα, decreeable => dekretó, decree nisi => Διάταγμα νίσι, decree => διάταγμα,