FAQs About the word decreer

εκδίδω διάταγμα

One who decrees.

κατεύθυνση,οδηγία,διάταγμα,Απαγόρευση,οδηγία,παραγγελία,προσταγή,χρέωση,εντολή,Εντολή

ένσταση,αίτηση,αίτημα,παράκληση,πρόταση,σύσταση,πρόταση,επείγον

decreeing => διατάσσων, decreed => διάταγμα, decreeable => dekretó, decree nisi => Διάταγμα νίσι, decree => διάταγμα,