Greek Meaning of precept
κανόνας
Other Greek words related to κανόνας
- Αξίωμα
- κώδικας
- θεμελιώδης
- νόμος
- ρήση
- αρχή
- Κανόνας
- Αξία
- Πράξη
- Κανονισμός
- Εντολή
- Σύνταγμα
- Δεκάλογος
- διάταγμα
- κατεύθυνση
- οδηγία
- ευρετήριο
- διάταγμα
- συνήθεια
- οδηγία
- ηθικός
- διάταγμα
- Πρακτική
- κανονισμός
- Νόμος
- παράδοση
- απαγόρευση
- προσταγή
- σχέδιο
- Κανόνας
- χρέωση
- εντολή
- σύμβαση
- συνήθεια
- υπαγορεύω
- Fiat
- τύπος
- Βασικός κανόνας
- οδηγός
- οδηγία
- απαγόρευση
- Τρόποι
- ηθη
- παραγγελία
- εξάσκηση
- Απαγόρευση
- απαγόρευση
- περιορισμός
- πρότυπο
- τρόπος
- τακτική έκφραση
Nearest Words of precept
- preceptor => δάσκαλος
- preceptorship => Μαγνητοσκόπηση
- precess => προπορευόμαι
- precession => Πρόθεση
- precession of the equinoxes => Προcession της εαρινής ισημερίας
- prechlorination => Προχλωρίωση
- pre-christian => Προχριστιανικός
- precieuse => Πολύτιμο
- precinct => εκλογική περιφέρεια
- preciosity => preciosity
Definitions and Meaning of precept in English
precept (n)
rule of personal conduct
a doctrine that is taught
FAQs About the word precept
κανόνας
rule of personal conduct, a doctrine that is taught
Αξίωμα,κώδικας,θεμελιώδης,νόμος,ρήση,αρχή,Κανόνας,Αξία,Πράξη,Κανονισμός
No antonyms found.
precentral gyrus => Προκεντρική έλικα, precentorship => Πρωτοψάλτης, precentor => πρόκριτος, preceding => προηγούμενος, precedential => προηγούμενη,