Greek Meaning of constitution
Σύνταγμα
Other Greek words related to Σύνταγμα
- Χαρακτήρας
- χρώματα
- φύση
- προσωπικότητα
- εαυτό
- τόνος
- χαρακτηριστικός
- Αργιλος
- επιδερμίδα
- σύνθεση
- διάθεση
- Ουσία
- διάνοια
- ιδιοκτησία
- πνεύμα
- ιδιοσυγκρασία
- χαρακτηριστικό
- χαρακτηριστικό
- διακριτότητα
- διακριτότητα
- Δέσμευση
- ουσιώδες
- χαρακτηριστικό
- Γεύση
- δημητριακά
- συνήθεια
- χαρακτηριστικό
- ατομικότητα
- εσωτερικός
- μακιγιάζ
- Σήμα
- μέταλλο
- σημείο
- απολαμβάνω
- μοναδικότητα
- διαλέγω
- ψυχή
- Γραμματόσημο
- πράγματα
- Ουσία
- ταμπεραμέντο
- μοναδικότητα
- τρόπος
Nearest Words of constitution
- constitution of the united states => Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών
- constitution state => Συνταγματικό κράτος
- constitutional => συνταγματικός
- constitutional convention => Συντακτική συνέλευση
- constitutional union party => Συνταγματικό Ενωτικό Κόμμα
- constitutionalise => συνταγματικοποιώ
- constitutionalism => Συνταγματισμός
- constitutionalist => Συνταγματιστής
- constitutionalize => συνταγματικοποιώ
- constitutionally => Συνταγματικά
Definitions and Meaning of constitution in English
constitution (n)
law determining the fundamental political principles of a government
the act of forming or establishing something
the constitution written at the Constitutional Convention in Philadelphia in 1787 and subsequently ratified by the original thirteen states
the way in which someone or something is composed
a United States 44-gun frigate that was one of the first three naval ships built by the United States; it won brilliant victories over British frigates during the War of 1812 and is without doubt the most famous ship in the history of the United States Navy; it has been rebuilt and is anchored in the Charlestown Navy Yard in Boston
FAQs About the word constitution
Σύνταγμα
law determining the fundamental political principles of a government, the act of forming or establishing something, the constitution written at the Constitution
Χαρακτήρας,χρώματα,φύση,προσωπικότητα,εαυτό,τόνος,χαρακτηριστικός,Αργιλος,επιδερμίδα,σύνθεση
Ανώτερος νόμος
constituted => Συνιστάται, constitute => Αποτελώ, constituent => συστατικό, constituency => εκλογική περιφέρεια, constipation => Δυσκοιλιότητα,