Greek Meaning of constitute

Αποτελώ

Other Greek words related to Αποτελώ

Definitions and Meaning of constitute in English

Wordnet

constitute (v)

form or compose

create and charge with a task or function

to compose or represent

set up or lay the groundwork for

FAQs About the word constitute

Αποτελώ

form or compose, create and charge with a task or function, to compose or represent, set up or lay the groundwork for

συνθέτω,συμπεριλαμβάνουν,φόρμα,συμπλήρωμα,ολοκληρωμένο,ενσαρκώνω,επιτομή,συμπληρώστε (έξω),Αναπτύσσω,Ενσαρκωμένος

καταργώ,ακυρώνω,κλείσιμο,ακυρώνω,Σκάσε,σταματάω,τέλος,τέλος,σταματώ,σταδιακή κατάργηση

constituent => συστατικό, constituency => εκλογική περιφέρεια, constipation => Δυσκοιλιότητα, constipated => Δυσκοιλιότητα, constipate => Δυσκοιλιότητα,