Greek Meaning of constitute
Αποτελώ
Other Greek words related to Αποτελώ
Nearest Words of constitute
- constituted => Συνιστάται
- constitution => Σύνταγμα
- constitution of the united states => Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών
- constitution state => Συνταγματικό κράτος
- constitutional => συνταγματικός
- constitutional convention => Συντακτική συνέλευση
- constitutional union party => Συνταγματικό Ενωτικό Κόμμα
- constitutionalise => συνταγματικοποιώ
- constitutionalism => Συνταγματισμός
- constitutionalist => Συνταγματιστής
Definitions and Meaning of constitute in English
constitute (v)
form or compose
create and charge with a task or function
to compose or represent
set up or lay the groundwork for
FAQs About the word constitute
Αποτελώ
form or compose, create and charge with a task or function, to compose or represent, set up or lay the groundwork for
συνθέτω,συμπεριλαμβάνουν,φόρμα,συμπλήρωμα,ολοκληρωμένο,ενσαρκώνω,επιτομή,συμπληρώστε (έξω),Αναπτύσσω,Ενσαρκωμένος
καταργώ,ακυρώνω,κλείσιμο,ακυρώνω,Σκάσε,σταματάω,τέλος,τέλος,σταματώ,σταδιακή κατάργηση
constituent => συστατικό, constituency => εκλογική περιφέρεια, constipation => Δυσκοιλιότητα, constipated => Δυσκοιλιότητα, constipate => Δυσκοιλιότητα,