FAQs About the word close (down)

κλείσιμο

an instance of suspending or stopping operations

κοντά,κλείνω,κλείσιμο,σταδιακή κατάργηση,σβήνω,διπλώνω,σβήνω,σιωπή,καταπιέζω,απενεργοποίηση

χτίζω,ανοιχτό,αρχή,επεκτείνω

clopped => κροτάλισμα, clop-clopping => κουτσομπολιό, clop-clopped => τακ-τακ, clones => κλώνοι, cloned => κλωνοποιημένος,