Greek Meaning of closed in (on)

έκλεισε (πάνω σε)

Other Greek words related to έκλεισε (πάνω σε)

Definitions and Meaning of closed in (on) in English

closed in (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word closed in (on)

έκλεισε (πάνω σε)

πλησίασε,επικεντρωμένο (σε),εστιασμένος,πλησίαζε,συγκεντρωμένος,συμπυκνωμένος,συγκλίνουσας,εστιασμένος,διοχετευμένος,διοχετευμένος

κλαδισμένος,διασκορπισμένος,ανεμιστήρας (έξω),ακτινοβολημένος,διάχυτος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,λαμπερός,στελεχωμένος,διχαλωτό

closed books => Κλειστά βιβλία, closed (off) => κλειστό, closed (down) => κλειστό (κάτω), close ranks => κλείσε τις τάξεις, close one's eyes to => κλείνω τα μάτια μου ...,