Greek Meaning of branched
κλαδισμένος
Other Greek words related to κλαδισμένος
- παράγωγο
- διαφοροποιήθηκε
- ακτινοβολημένος
- στελεχωμένος
- προέκυψε
- διάχυτος
- διασκορπισμένος
- διαιρεμένος
- εκπηγάζει
- ανεμιστήρας (έξω)
- έρεε
- διχαλωτό
- προχώρησε
- λαμπερός
- διαχωρισμένος
- διαχωρίζω
- διαλυμένος
- διασκορπισμένος
- εκδόθηκε
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- διασκορπισμένο
- απλωμένος
- πήδηξε
- διαδίδω
- αναπηδήσαμε
- απομακρυσμένο
- Άσχετος
Nearest Words of branched
Definitions and Meaning of branched in English
branched (s)
resembling a fork; divided or separated into two branches
having branches
branched (imp. & p. p.)
of Branch
FAQs About the word branched
κλαδισμένος
resembling a fork; divided or separated into two branches, having branchesof Branch
παράγωγο,διαφοροποιήθηκε,ακτινοβολημένος,στελεχωμένος,προέκυψε,διάχυτος,διασκορπισμένος,διαιρεμένος,εκπηγάζει,ανεμιστήρας (έξω)
πλησίασε,συμπυκνωμένος,συγκλίνουσας,εστιασμένος,εστιασμένος,συνάντησε,επικεντρωμένο (σε),συγκεντρωμένος,έκλεισε (πάνω σε),συνδεδεμένος
branch water => Υδάτινο κλάδο, branch pilot => Πλοηγός, branch out => διακλαδώνω, branch line => Παράπλευρος σιδηρόδρομος, branch => Κλάδος,