FAQs About the word branch out

διακλαδώνω

vary in order to spread risk or to expand

αποκλίνω,διαίρεση,μέρος,ξεχωριστό,μετάδοση,καθαρίζω,διανέμω,Πιρούνι,Υποχώρηση,διασκορπίζω

ενταχθούν,συναντώ,Σύγκλιση,συγκεντρώνω,συναρμολογώ

branch line => Παράπλευρος σιδηρόδρομος, branch => Κλάδος, brancard => Φορείο, bran muffin => Μάφιν με πίτουρο, bran flake => Νιφάδες πίτουρου,