Greek Meaning of converge
Σύγκλιση
Other Greek words related to Σύγκλιση
- συναρμολογώ
- συγκεντρώνω
- συγκαλώ
- συγκεντρώνω
- συναντώ
- συνάντηση
- δέσμη
- συνεργαστώ
- συλλέγω
- συγκεντρωθείτε
- Συμπύκνωμα
- συγκρότημα
- ενοποίηση
- συνεργάζομαι
- συγκεντρώνομαι
- συγκεντρώνομαι
- Συνάντηση
- ενταχθούν
- συγχώνευση
- ενωθείτε
- συνεργάτης
- Σύμμαχος
- συνεργάτης
- ενώνωμαι
- Κόμμα
- κλαμπ
- ομοσπονδιακός
- ενώνω
- σύζυγος
- Ζευγάρι
- Ομοσπονδιακό
- συνεργάζομαι
- επανασυναρμολογώ
- συγκαλώ εκ νέου
- ξανασυγκεντρώνω
- ξανασυναντήσετε
Nearest Words of converge
- conventual => μοναστηριακός
- conventioneer => σύνεδρος
- conventionally => παραδοσιακά
- conventionalized => συμβατικοποιημένα
- conventionalize => συμβατικοποιώ
- conventionalization => συμβατικοποίηση
- conventionality => συμβατικότητα
- conventionalism => συμβατισμός
- conventionalised => συμβατική
- conventionalise => συμβατικοποιώ
Definitions and Meaning of converge in English
converge (v)
be adjacent or come together
approach a limit as the number of terms increases without limit
move or draw together at a certain location
come together so as to form a single product
FAQs About the word converge
Σύγκλιση
be adjacent or come together, approach a limit as the number of terms increases without limit, move or draw together at a certain location, come together so as
συναρμολογώ,συγκεντρώνω,συγκαλώ,συγκεντρώνω,συναντώ,συνάντηση,δέσμη,συνεργαστώ,συλλέγω,συγκεντρωθείτε
χωρισμός,αναχωρείν,διαλύω,διασπείρω,αφήνω,χωρίζω,αποσυνδέω,απογειώνω,διαχωρίζω,διχάζω
conventual => μοναστηριακός, conventioneer => σύνεδρος, conventionally => παραδοσιακά, conventionalized => συμβατικοποιημένα, conventionalize => συμβατικοποιώ,