Greek Meaning of conventionally

παραδοσιακά

Other Greek words related to παραδοσιακά

Definitions and Meaning of conventionally in English

Wordnet

conventionally (r)

in a conventional manner

FAQs About the word conventionally

παραδοσιακά

in a conventional manner

παραδοσιακά,συνήθως,συνήθως,γενικά,συνήθως,συνήθως,συνήθως,τακτικά,τακτικά,συνήθως

ανώμαλα,εξαιρετικά,παράξενα,ιδιόμορφα,παράξενα,σπάνια,ασυνήθιστα,Ασυνήθιστα,Ανώμαλα,ριζικά

conventionalized => συμβατικοποιημένα, conventionalize => συμβατικοποιώ, conventionalization => συμβατικοποίηση, conventionality => συμβατικότητα, conventionalism => συμβατισμός,