Greek Meaning of typically

συνήθως

Other Greek words related to συνήθως

Definitions and Meaning of typically in English

Wordnet

typically (r)

in a typical manner

FAQs About the word typically

συνήθως

in a typical manner

συνήθως,συνήθως,ως κανόνας,συνήθως,γενικά,φυσικά,συνήθως,παραδοσιακά,συνήθως,συνήθως

ανώμαλα,εξαιρετικά,ιδιόμορφα,παράξενα,σπάνια,ασυνήθιστα,Ασυνήθιστα,Ανώμαλα,παράξενα,ασυνήθιστα

typicality => τυπικότητα, typical jerboa => Ερημόγερβος, typical => τυπικός, typic => τυπικός, typhus fever => τύφος,