Greek Meaning of typical
τυπικός
Other Greek words related to τυπικός
- μέσος
- φυσιολογικός
- πρότυπο
- συνήθης
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- αρχετυπικός
- αρχετυπικός
- χαρακτηριστικός
- κλασικός
- κοινός
- συμβατικός
- συνήθης
- συνηθισμένος
- τακτικός
- αντιπρόσωπος
- συνηθισμένος
- κάθε μέρα
- αναμενόμενος
- γνώριμος
- συνήθης
- προβλέψιμος
- κυρίαρχος
- ρουτίνα
- Σχολικό βιβλίο
- μέτριος
- ασήμαντος
- vintage
- συνηθισμένος
- καθημερινός
- εκκεντρικός
- μη φυσιολογικός
- ανώμαλος
- άτυπος
- εκτραπείς
- διακριτικός
- Εξαιρετικός.
- εξαιρετικός
- ακανόνιστος
- σπάνιος
- αξιοσημείωτος
- ιδιαίτερος
- ασυνήθιστος
- μη συμβατικό
- απροσδόκητος
- μοναδικός
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστο
- περίεργος
- εκκεντρικός
- ειδικός
- αστείο
- Ιδιοσυγκρασιακός
- σπάνιος
- nonkonformistas
- μη αντιπροσωπευτικός
- αξιόλογος
- μονός
- περίεργος
- εκκεντρικός
- ενικός
- περίεργο
- άγνωστο
- Άγνωστος
- ανορθόδοξος
- απρόβλεπτος
- ασυνήθιστος
- άτυπος
- ασυνήθιστος
- παράξενος/η
- ασταθής
- φανταστικός
- Φανταστικός
- τέρας
- τρομακτικός
- φάνκι
- παράξενος
- εκκεντρικός
- ασυνήθιστος
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- σκανδαλώδης
- Εξαίρετος
- τρελός
- αφύσικος
- τρελός
- τέλος
- περίεργος
- περίεργος
- Άγρια
Nearest Words of typical
Definitions and Meaning of typical in English
typical (a)
exhibiting the qualities or characteristics that identify a group or kind or category
typical (s)
of a feature that helps to distinguish a person or thing
conforming to a type
FAQs About the word typical
τυπικός
exhibiting the qualities or characteristics that identify a group or kind or category, of a feature that helps to distinguish a person or thing, conforming to a
μέσος,φυσιολογικός,πρότυπο,συνήθης,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αρχετυπικός,αρχετυπικός,χαρακτηριστικός,κλασικός,κοινός
εκκεντρικός,μη φυσιολογικός,ανώμαλος,άτυπος,εκτραπείς,διακριτικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,ακανόνιστος,σπάνιος
typic => τυπικός, typhus fever => τύφος, typhus => Τύφος, typhoon => τυφώνας, typhon => Τυφώνας,