Greek Meaning of vintage
vintage
Other Greek words related to vintage
- αντίκα
- ιστορικός
- ιστορικός
- ρετρό
- αρχαίος
- ξεπερασμένος
- πρώην
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- παρελθόν
- γραφικό
- ανάδρομος
- παραδοσιακό
- θεσμικός
- παλιομοδίτικος
- ηλικιωμένοι
- Αθάνατος
- Αιωνόβιος
- αναχρονιστικός
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- άλλοτε
- ξεχασμένος
- απολιθωμένο
- μπαγιάτικος
- πολιός
- αργά
- μουχλιασμένος
- μουχλιασμένο
- παρωχημένος
- παλιός
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- πάσο
- βαρετός
- συνταξιούχος
- διαχρονικός
- σεβάσμιος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- ασήμαντος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- φρέσκος
- ζεστό
- Mod
- μοντέρνος
- μοντερνιστής
- μοντερνιστικός
- νέος
- καινούργιος
- σύγχρονος
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- σικ
- Σχεδιαστής
- μοντέρνος
- τελευταίο
- τελευταίος
- μοντέρνος
- φλογερός
- έξυπνος
- Διαστημική εποχή
- κομψό
- νέας μόδας
- ενημερωμένος/-η/-ο
- φουτουριστικός
- Υψηλής τεχνολογίας
- Υψηλής τεχνολογίας
- τελευταίας εποχής
- μη παραδοσιακός
- πρόσφατος
- ανανεωμένος
- ανακαινισμένο
- ανακαινισμένο
Nearest Words of vintage
Definitions and Meaning of vintage in English
vintage (n)
a season's yield of wine from a vineyard
the oldness of wines
vintage (n.)
The produce of the vine for one season, in grapes or in wine; as, the vintage is abundant; the vintage of 1840.
The act or time of gathering the crop of grapes, or making the wine for a season.
FAQs About the word vintage
vintage
a season's yield of wine from a vineyard, the oldness of winesThe produce of the vine for one season, in grapes or in wine; as, the vintage is abundant; the vin
αντίκα,ιστορικός,ιστορικός,ρετρό,αρχαίος,ξεπερασμένος,πρώην,παλιομοδίτικος,ο παλαιός κόσμος,παλαιάς κοπής
Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,ζεστό,Mod,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος,καινούργιος
vinson => Βίνσον, vinquish => νικήσω, vinous => οινοπνευματώδης, vinosity => Οινοπνευματικότητα, vinose => Βινώδης,