Greek Meaning of moldy

μουχλιασμένος

Other Greek words related to μουχλιασμένος

Definitions and Meaning of moldy in English

Wordnet

moldy (s)

covered with or smelling of mold

Webster

moldy (superl.)

Alt. of Mouldy

FAQs About the word moldy

μουχλιασμένος

covered with or smelling of moldAlt. of Mouldy

ξεπερασμένος,αντίκα,μπαγιάτικος,ιστορικός,ιστορικός,μουχλιασμένο,παρωχημένος,παλιομοδίτικος,ο παλαιός κόσμος,παλιός

Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,ζεστό,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος,καινούργιος,σύγχρονος

moldwarp => Τυφλοποντικός, moldovan monetary unit => Μονάδα νομίσματος της Μολδαβίας, moldovan => μολδαβικά, moldova => Μολδαβία, molding => μούχλα,