Greek Meaning of modernist
μοντερνιστής
Other Greek words related to μοντερνιστής
- συντηρητικός
- Ντόντο
- συντηρητικός
- ξεπερασμένος
- απολίθωμα
- αντιδραστικός
- Δεξιός
- συντηρητικός
- Τόρι
- παραδοσιακός
- Βετεράνος
- προκατακλυσμιαίος
- μπέρμπον
- συμμορφωμένος
- κουραστικός
- Νεοσυντηρητικός
- νεοσυντηρητικός
- βετεράνος
- παλιός
- Δεξιός
- συντηρητικός
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- Συνταγματάρχης Μπλιμπ
- άγνωστος
- Παλαιοσυντηρητικός
- Τετράγωνο
- Αριστοκράτης
Nearest Words of modernist
Definitions and Meaning of modernist in English
modernist (n)
an artist who makes a deliberate break with previous styles
modernist (n.)
One who admires the moderns, or their ways and fashions.
An advocate of the teaching of modern subjects, as modern languages, in preference to the ancient classics.
FAQs About the word modernist
μοντερνιστής
an artist who makes a deliberate break with previous stylesOne who admires the moderns, or their ways and fashions., An advocate of the teaching of modern subje
φιλελεύθερος,μοντέρνος,επαναστατικός,αριστερός,προοδευτικός,υπερμοντέρνος,Μποέμ,εξτρεμιστής,αριστερόχειρας,νεόφιλος
συντηρητικός,Ντόντο,συντηρητικός,ξεπερασμένος,απολίθωμα,αντιδραστικός,Δεξιός,συντηρητικός,Τόρι,παραδοσιακός
modernism => μοντερνισμός, modernised => εκσυγχρονισμένος, modernise => εκσυγχρονίζω, modernisation => εκσυγχρονισμός, moderne => Μοντέρνο,