Greek Meaning of lefty

αριστερόχειρας

Other Greek words related to αριστερόχειρας

Definitions and Meaning of lefty in English

Wordnet

lefty (n)

a person who uses the left hand with greater skill than the right

a baseball pitcher who throws the ball with the left hand

FAQs About the word lefty

αριστερόχειρας

a person who uses the left hand with greater skill than the right, a baseball pitcher who throws the ball with the left hand

προηγμένος,Σύγχρονο,εξτρεμιστής,μοντέρνος,Ακροαριστερό,Ακροαριστερός,φιλελεύθερος,nonkonformistas,ριζοσπαστικός,επαναστατικός

συντηρητικός,Σκληροτράχηλος,Ακίνητος,παλιομοδίτικος,παλαιός,ορθόδοξος,αντιδραστικός,παραδοσιακό,παραδοσιακός,Υπερσυντηρητικός

left-winger => αριστερός, left-wing => Αριστερός, leftward => αριστερά, left-slanting => Γέρνει προς τα αριστερά, leftovers => Περίσσευμα,