Greek Meaning of lefty
αριστερόχειρας
Other Greek words related to αριστερόχειρας
- προηγμένος
- Σύγχρονο
- εξτρεμιστής
- μοντέρνος
- Ακροαριστερό
- Ακροαριστερός
- φιλελεύθερος
- nonkonformistas
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- Αντι-κατεστημένο
- μη συντηρητικός
- Υπερπροοδευτικός
- υπερεξτρεμιστικός
- Μεγάλο πνεύμα
- Ευρύχωρος
- μη παραδοσιακός
- ανοιχτόμυαλος
- προοδευτικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- αντισυμβατικός
- αντιπαραδοσιακός
- μη συμβατικός
- συντηρητικός
- Σκληροτράχηλος
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- παλαιός
- ορθόδοξος
- αντιδραστικός
- παραδοσιακό
- παραδοσιακός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- κουμπωτό
- Κουμπωμένος
- συμβατικός
- πιστός
- πιστός
- Τετράγωνο
- μένω σταθερός
- αμετάβλητος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- ξεπερασμένος
- Παλαιοσυντηρητικός
- με ορείχαλκο
- αφοσιωμένος
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- σταθερός
- πιστός
Nearest Words of lefty
Definitions and Meaning of lefty in English
lefty (n)
a person who uses the left hand with greater skill than the right
a baseball pitcher who throws the ball with the left hand
FAQs About the word lefty
αριστερόχειρας
a person who uses the left hand with greater skill than the right, a baseball pitcher who throws the ball with the left hand
προηγμένος,Σύγχρονο,εξτρεμιστής,μοντέρνος,Ακροαριστερό,Ακροαριστερός,φιλελεύθερος,nonkonformistas,ριζοσπαστικός,επαναστατικός
συντηρητικός,Σκληροτράχηλος,Ακίνητος,παλιομοδίτικος,παλαιός,ορθόδοξος,αντιδραστικός,παραδοσιακό,παραδοσιακός,Υπερσυντηρητικός
left-winger => αριστερός, left-wing => Αριστερός, leftward => αριστερά, left-slanting => Γέρνει προς τα αριστερά, leftovers => Περίσσευμα,