Greek Meaning of leftovers

Περίσσευμα

Other Greek words related to Περίσσευμα

Definitions and Meaning of leftovers in English

Wordnet

leftovers (n)

food remaining from a previous meal

FAQs About the word leftovers

Περίσσευμα

food remaining from a previous meal

το υπόλοιπο,υπόλοιπο,ανάπαυση,Περίσσευμα,ψιλοπράγματα,λείψανα,υπόλειμμα,υπόλειμμα,ισορροπία,περίσσεια

σώμα,μάζα,τα περισσότερα,βάρος,χύμα,κύριος

leftover => υπολείμματα, left-off => αριστερά, left-of-center => Κεντροαριστερά, leftmost => αριστερότερος, left-luggage office => αποθήκη αποσκευών,