Greek Meaning of surfeit
περίσσεια
Other Greek words related to περίσσεια
Nearest Words of surfeit
- surfboat => Σέρφμποτ
- surfboarding => Σέρφινγκ
- surfboarder => σέρφερ
- surfboard => σανίδα του σερφ
- surfbird => Προσοβρούχος
- surfactant => επιφανειοδραστική ουσία
- surfacing => επιφάνεια
- surface-to-air missile system => Ανtiaεροπορικό σύστημα πυραύλων
- surface-to-air missile => Επιφανειακός προς εναέριο πύραυλος
- surface-to-air => Επιφάνεια προς αέρα
Definitions and Meaning of surfeit in English
surfeit (n)
the state of being more than full
the quality of being so overabundant that prices fall
eating until excessively full
surfeit (v)
supply or feed to surfeit
indulge (one's appetite) to satiety
FAQs About the word surfeit
περίσσεια
the state of being more than full, the quality of being so overabundant that prices fall, eating until excessively full, supply or feed to surfeit, indulge (one
περίσσεια,πλεόνασμα,αφθονία,υπεραφθονία,υπερχείλιση,υπερπροσφορά,πληθώρα,συν,Επάρκεια,Αφθονία
έλλειψη,έλλειμμα,ανεπάρκεια,έλλειψη,Έλλειψη,Έλλειψη,ανεπάρκεια προσφοράς,θέλω
surfboat => Σέρφμποτ, surfboarding => Σέρφινγκ, surfboarder => σέρφερ, surfboard => σανίδα του σερφ, surfbird => Προσοβρούχος,