Greek Meaning of surgeon

Χειρουργός

Other Greek words related to Χειρουργός

Definitions and Meaning of surgeon in English

Wordnet

surgeon (n)

a physician who specializes in surgery

FAQs About the word surgeon

Χειρουργός

a physician who specializes in surgery

γιατρός,νοσοκόμα,γιατρός,αναισθησιολόγος,γιατρός,Δερματολόγος,γιατρός,οικογενειακός γιατρός,Γυναικολόγος,Ιατρός σε ειδίκευση

μη γιατρός,μη γιατρός

surge suppressor => υπερτασική προστασία, surge protector => Αλεξικέραυνο, surge => αύξηση, surfriding => Σέρφινγκ, surfperch => Στήρα,