Greek Meaning of internist

Εσωτερικολόγος

Other Greek words related to Εσωτερικολόγος

Definitions and Meaning of internist in English

Wordnet

internist (n)

a specialist in internal medicine

FAQs About the word internist

Εσωτερικολόγος

a specialist in internal medicine

αναισθησιολόγος,Δερματολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,νευρολόγος,μαιευτήρας,Οφθαλμίατρος,Οπτομέτρης,Ορθοπεδικός

μη γιατρός,μη γιατρός

interneural => ενδο νευρωνικό, internet site => ιστότοπος, internet explorer => Internet Explorer, internet => Διαδίκτυο, internee => Κρατούμενος,