Greek Meaning of plastic surgeon

Πλαστικός χειρουργός

Other Greek words related to Πλαστικός χειρουργός

Definitions and Meaning of plastic surgeon in English

Wordnet

plastic surgeon (n)

a surgeon who beautifies the body (especially the face)

FAQs About the word plastic surgeon

Πλαστικός χειρουργός

a surgeon who beautifies the body (especially the face)

γιατρός,οικογενειακός γιατρός,οικογενειακός γιατρός,Γενικός ιατρός,παιδίατρος,γιατρός,Χειρουργός,αναισθησιολόγος,παρών,γιατρός

μη γιατρός,μη γιατρός

plastic laminate => Πλαστικό ελάσματος, plastic film => Πλαστική μεμβράνη, plastic bag => πλαστική σακούλα, plastic art => Καλλιτεχνικά τεχνουργήματα, plastic => πλαστικό,