Greek Meaning of plastic surgery
Πλαστική χειρουργική
Other Greek words related to Πλαστική χειρουργική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of plastic surgery
- plastic surgeon => Πλαστικός χειρουργός
- plastic laminate => Πλαστικό ελάσματος
- plastic film => Πλαστική μεμβράνη
- plastic bag => πλαστική σακούλα
- plastic art => Καλλιτεχνικά τεχνουργήματα
- plastic => πλαστικό
- plastery => σοβατζής
- plasterwork => Σοβάς
- plasterly => σοβαδισμένος
- plastering trowel => σπάτουλα σοβά
Definitions and Meaning of plastic surgery in English
plastic surgery (n)
surgery concerned with therapeutic or cosmetic reformation of tissue
FAQs About the word plastic surgery
Πλαστική χειρουργική
surgery concerned with therapeutic or cosmetic reformation of tissue
No synonyms found.
No antonyms found.
plastic surgeon => Πλαστικός χειρουργός, plastic laminate => Πλαστικό ελάσματος, plastic film => Πλαστική μεμβράνη, plastic bag => πλαστική σακούλα, plastic art => Καλλιτεχνικά τεχνουργήματα,