Greek Meaning of ophthalmologist
Οφθαλμίατρος
Other Greek words related to Οφθαλμίατρος
- αναισθησιολόγος
- Δερματολόγος
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- Εσωτερικολόγος
- νευρολόγος
- μαιευτήρας
- Οπτομέτρης
- Ορθοπεδικός
- παθολόγος
- παιδίατρος
- παιδίατρος
- φυσίατρος
- γιατρός
- Ποδίατρος
- Ακτινολόγος
- Ουρολόγος
- παρών
- γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- Γενικός ιατρός
- Νοσοκομειακός ιατρός
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- κάτοικος
- γιατρός (yiatrós)
- ειδικός
- Χειρουργός
- Τρίγλια
- ΕΜΤ
- Γενικός ιατρός
- Ιατρός σε ειδίκευση
- νοσοκόμα
- Νοσηλεύτρια
- Παραϊατρικός
- παραϊατρικός
- Φυσικοθεραπευτής
- Φυσιοθεραπευτής
- Πλαστικός χειρουργός
Nearest Words of ophthalmologist
- ophthalmological => οφθαλμολογικός
- ophthalmitis => Φλεγμονή οφθαλμών
- ophthalmite => οφθαλμία
- ophthalmic vein => φλέβα οφθαλμού
- ophthalmic artery => οφθαλμική αρτηρία
- ophthalmic => οφθαλμικός
- ophthalmia neonatorum => Νεογνική οφθαλμική λοίμωξη
- ophthalmia => Οφθαλμία
- ophthalmectomy => Οφθαλμική αφαίρεση
- ophrys sphegodes => Οφρύς η σφηκώδης
Definitions and Meaning of ophthalmologist in English
ophthalmologist (n)
a medical doctor specializing in the diagnosis and treatment of diseases of the eye
ophthalmologist (n.)
One skilled in ophthalmology; an oculist.
FAQs About the word ophthalmologist
Οφθαλμίατρος
a medical doctor specializing in the diagnosis and treatment of diseases of the eyeOne skilled in ophthalmology; an oculist.
αναισθησιολόγος,Δερματολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,Εσωτερικολόγος,νευρολόγος,μαιευτήρας,Οπτομέτρης,Ορθοπεδικός
μη γιατρός,μη γιατρός
ophthalmological => οφθαλμολογικός, ophthalmitis => Φλεγμονή οφθαλμών, ophthalmite => οφθαλμία, ophthalmic vein => φλέβα οφθαλμού, ophthalmic artery => οφθαλμική αρτηρία,