Greek Meaning of neurologist
νευρολόγος
Other Greek words related to νευρολόγος
- αναισθησιολόγος
- Δερματολόγος
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- Εσωτερικολόγος
- μαιευτήρας
- Οφθαλμίατρος
- Οπτομέτρης
- Ορθοπεδικός
- παθολόγος
- παιδίατρος
- παιδίατρος
- φυσίατρος
- γιατρός
- Ποδίατρος
- Ακτινολόγος
- Ουρολόγος
- παρών
- γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- Γενικός ιατρός
- Νοσοκομειακός ιατρός
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- γιατρός (yiatrós)
- ειδικός
- Χειρουργός
- Τρίγλια
- Γενικός ιατρός
- Ιατρός σε ειδίκευση
- νοσοκόμα
- Νοσηλεύτρια
- Παραϊατρικός
- παραϊατρικός
- Πλαστικός χειρουργός
- κάτοικος
Nearest Words of neurologist
- neurological disorder => νευρολογική διαταραχή
- neurological disease => Νευρολογική ασθένεια
- neurological => νευρολογικός
- neurologic => νευρολογικός
- neurolinguistics => Νευρογλωσσολογία
- neurolinguist => νευρογλωσσολόγος
- neuroleptic drug => νευροληπτικό
- neuroleptic agent => Αντιψυχωσικό φάρμακο
- neuroleptic => νευροληπτικό
- neurolemma => νευρίλημμα
- neurology => νευρολογία
- neurolysin => Νευρολυσίνη
- neuroma => νεύρωμα
- neuromarketing => νευρομάρκετινγκ
- neuro-marketing => Νευρομαρκετινγκ
- neuromatous => νευρωματώδης
- neuromere => νευρομέριο
- neuromotor => Νευροκινητικός
- neuromuscular => νευρομυϊκός
- neuromuscular blocking agent => Νευρομυϊκό φραγματικό
Definitions and Meaning of neurologist in English
neurologist (n)
a medical specialist in the nervous system and the disorders affecting it
neurologist (n.)
One who is versed in neurology; also, one skilled in the treatment of nervous diseases.
FAQs About the word neurologist
νευρολόγος
a medical specialist in the nervous system and the disorders affecting itOne who is versed in neurology; also, one skilled in the treatment of nervous diseases.
αναισθησιολόγος,Δερματολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,Εσωτερικολόγος,μαιευτήρας,Οφθαλμίατρος,Οπτομέτρης,Ορθοπεδικός
μη γιατρός,μη γιατρός
neurological disorder => νευρολογική διαταραχή, neurological disease => Νευρολογική ασθένεια, neurological => νευρολογικός, neurologic => νευρολογικός, neurolinguistics => Νευρογλωσσολογία,