Greek Meaning of neurologic
νευρολογικός
Other Greek words related to νευρολογικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of neurologic
- neurolinguistics => Νευρογλωσσολογία
- neurolinguist => νευρογλωσσολόγος
- neuroleptic drug => νευροληπτικό
- neuroleptic agent => Αντιψυχωσικό φάρμακο
- neuroleptic => νευροληπτικό
- neurolemma => νευρίλημμα
- neurokeratin => Νευροκερατίνη
- neurohypophysis => νευροϋπόφυση
- neurohormone => νευροορμόνη
- neurography => Νευρογραφία
- neurological => νευρολογικός
- neurological disease => Νευρολογική ασθένεια
- neurological disorder => νευρολογική διαταραχή
- neurologist => νευρολόγος
- neurology => νευρολογία
- neurolysin => Νευρολυσίνη
- neuroma => νεύρωμα
- neuromarketing => νευρομάρκετινγκ
- neuro-marketing => Νευρομαρκετινγκ
- neuromatous => νευρωματώδης
Definitions and Meaning of neurologic in English
neurologic (a)
of or relating to or used in or practicing neurology
FAQs About the word neurologic
νευρολογικός
of or relating to or used in or practicing neurology
No synonyms found.
No antonyms found.
neurolinguistics => Νευρογλωσσολογία, neurolinguist => νευρογλωσσολόγος, neuroleptic drug => νευροληπτικό, neuroleptic agent => Αντιψυχωσικό φάρμακο, neuroleptic => νευροληπτικό,