Greek Meaning of dermatologist
Δερματολόγος
Other Greek words related to Δερματολόγος
- αναισθησιολόγος
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- Εσωτερικολόγος
- νευρολόγος
- μαιευτήρας
- Οφθαλμίατρος
- Οπτομέτρης
- Ορθοπεδικός
- παθολόγος
- παιδίατρος
- παιδίατρος
- φυσίατρος
- γιατρός
- Ποδίατρος
- Ακτινολόγος
- Ουρολόγος
- παρών
- γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- Γενικός ιατρός
- Νοσοκομειακός ιατρός
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- γιατρός (yiatrós)
- ειδικός
- Χειρουργός
- Τρίγλια
- Γενικός ιατρός
- Ιατρός σε ειδίκευση
- νοσοκόμα
- Νοσηλεύτρια
- παραϊατρικός
- Πλαστικός χειρουργός
- κάτοικος
Nearest Words of dermatologist
- dermatological => δερματολογικό
- dermatologic => Δερματολογικό
- dermatoid => Δερμοειδής
- dermatography => δερματογραφία
- dermatoglyphics => Δερματογλυφική
- dermatoglyphic => δερματογλυφικός
- dermatogen => Δερματόγονο
- dermatobia hominis => Dermatobia hominis
- dermatobia => Δερματόβια
- dermatitis => Δερματίτιδα
- dermatology => δερματολογία
- dermatome => Δερμάτωμα
- dermatomycosis => Δερματομυκητίαση
- dermatomyositis => Δερματομυοσίτιδα
- dermatopathic => Δερματοπαθής
- dermatophyte => Δερματόφυτα
- dermatophytosis => Δερματοφυτία
- dermatosclerosis => Δερματοσκλήρωση
- dermatosis => δερματοπάθεια
- dermestes => Δερμεστιδες
Definitions and Meaning of dermatologist in English
dermatologist (n)
a doctor who specializes in the physiology and pathology of the skin
dermatologist (n.)
One who discourses on the skin and its diseases; one versed in dermatology.
FAQs About the word dermatologist
Δερματολόγος
a doctor who specializes in the physiology and pathology of the skinOne who discourses on the skin and its diseases; one versed in dermatology.
αναισθησιολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,Εσωτερικολόγος,νευρολόγος,μαιευτήρας,Οφθαλμίατρος,Οπτομέτρης,Ορθοπεδικός
μη γιατρός,μη γιατρός
dermatological => δερματολογικό, dermatologic => Δερματολογικό, dermatoid => Δερμοειδής, dermatography => δερματογραφία, dermatoglyphics => Δερματογλυφική,