Greek Meaning of dermatome
Δερμάτωμα
Other Greek words related to Δερμάτωμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of dermatome
- dermatology => δερματολογία
- dermatologist => Δερματολόγος
- dermatological => δερματολογικό
- dermatologic => Δερματολογικό
- dermatoid => Δερμοειδής
- dermatography => δερματογραφία
- dermatoglyphics => Δερματογλυφική
- dermatoglyphic => δερματογλυφικός
- dermatogen => Δερματόγονο
- dermatobia hominis => Dermatobia hominis
- dermatomycosis => Δερματομυκητίαση
- dermatomyositis => Δερματομυοσίτιδα
- dermatopathic => Δερματοπαθής
- dermatophyte => Δερματόφυτα
- dermatophytosis => Δερματοφυτία
- dermatosclerosis => Δερματοσκλήρωση
- dermatosis => δερματοπάθεια
- dermestes => Δερμεστιδες
- dermestidae => Δερματώδη
- dermestoid => Δερμοειδής κύστη
Definitions and Meaning of dermatome in English
dermatome (n)
a surgical instrument used to cut very thin slices of skin
FAQs About the word dermatome
Δερμάτωμα
a surgical instrument used to cut very thin slices of skin
No synonyms found.
No antonyms found.
dermatology => δερματολογία, dermatologist => Δερματολόγος, dermatological => δερματολογικό, dermatologic => Δερματολογικό, dermatoid => Δερμοειδής,