Greek Meaning of pediatrist

παιδίατρος

Other Greek words related to παιδίατρος

Definitions and Meaning of pediatrist in English

Wordnet

pediatrist (n)

a specialist in the care of babies

FAQs About the word pediatrist

παιδίατρος

a specialist in the care of babies

αναισθησιολόγος,Δερματολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,Εσωτερικολόγος,νευρολόγος,μαιευτήρας,Οφθαλμίατρος,Οπτομέτρης

μη γιατρός,μη γιατρός

pediatrics => Παιδιατρική, pediatrician => παιδίατρος, pediatric medicine => παιδιάτρου, pediatric => Παιδιατρικός, pediapred => πρεδνιζολόνη,