Greek Meaning of physiotherapist
Φυσιοθεραπευτής
Other Greek words related to Φυσιοθεραπευτής
- Ιατρός σε ειδίκευση
- νοσοκόμα
- Νοσηλεύτρια
- Παραϊατρικός
- παραϊατρικός
- Φυσικοθεραπευτής
- κάτοικος
- Χειρουργός
- γιατρός
- ΕΜΤ
- Γυναικολόγος
- νευρολόγος
- Οφθαλμίατρος
- παιδίατρος
- φυσίατρος
- Πλαστικός χειρουργός
- Ποδίατρος
- Ακτινολόγος
- ειδικός
- βοηθός νοσηλευτή/νοσηλεύτριας
- αναισθησιολόγος
- παρών
- Δερματολόγος
- οικογενειακός γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- Γενικός ιατρός
- Νοσοκομειακός ιατρός
- ασκούμενος
- Εσωτερικολόγος
- μαιευτήρας
- Ορθοπεδικός
- παθολόγος
- παιδίατρος
- Ουρολόγος
Nearest Words of physiotherapist
- physiotherapeutic => φυσιοθεραπευτικός
- physiophyly => Φυσιοφυλία
- physiology => φυσιολογία
- physiologize => φυσιολογικοποιώ
- physiologist => Φυσιολόγος
- physiologies => Φυσιολογίες
- physiologically => φυσιολογικά
- physiological state => φυσιολογική κατάσταση
- physiological sphincter => Φυσιολογικός σφιγκτήρας
- physiological reaction => φυσιολογική αντίδραση
Definitions and Meaning of physiotherapist in English
physiotherapist (n)
therapist who treats injury or dysfunction with exercises and other physical treatments of the disorder
FAQs About the word physiotherapist
Φυσιοθεραπευτής
therapist who treats injury or dysfunction with exercises and other physical treatments of the disorder
Ιατρός σε ειδίκευση,νοσοκόμα,Νοσηλεύτρια,Παραϊατρικός,παραϊατρικός,Φυσικοθεραπευτής,κάτοικος,Χειρουργός,γιατρός,ΕΜΤ
μη γιατρός,μη γιατρός
physiotherapeutic => φυσιοθεραπευτικός, physiophyly => Φυσιοφυλία, physiology => φυσιολογία, physiologize => φυσιολογικοποιώ, physiologist => Φυσιολόγος,