Greek Meaning of aidman

βοηθός νοσηλευτή/νοσηλεύτριας

Other Greek words related to βοηθός νοσηλευτή/νοσηλεύτριας

Definitions and Meaning of aidman in English

aidman

an army medical corpsman attached to a field unit

FAQs About the word aidman

βοηθός νοσηλευτή/νοσηλεύτριας

an army medical corpsman attached to a field unit

Ιατρός σε ειδίκευση,νοσοκόμα,Νοσηλεύτρια,παιδίατρος,Φυσικοθεραπευτής,Πλαστικός χειρουργός,κάτοικος,Χειρουργός,παρών,γιατρός

μη γιατρός,μη γιατρός

aides-de-camp => υπασπιστές, ahing => αχ, ahed => εμπρός, ahead of => μπροστά, agronomists => γεωπόνοι,