FAQs About the word ahing

αχ

to exclaim in amazement, joy, or surprise

φώναγμα,ουρλιαχτό,ουρλιαχτό,ω,φώνας,κοκκύτης,βρυχηθμός,βέλασμα,λαλητός,(κλαίγοντας)

No antonyms found.

ahed => εμπρός, ahead of => μπροστά, agronomists => γεωπόνοι, agroforestry => αγροδασοπονία, agroecology => αγροοικολογία,