Greek Meaning of agreeing (with)

Συμφωνώντας (με)

Other Greek words related to Συμφωνώντας (με)

Definitions and Meaning of agreeing (with) in English

agreeing (with)

to regard (something) with approval

FAQs About the word agreeing (with)

Συμφωνώντας (με)

to regard (something) with approval

απολαυστικός,γιορτή,ευχάριστος,ικανοποιητικό,θέρμανση,αστείος,ηρεμιστικό,Διασκεδαστικό,συναρπαστικός,αεριοποίηση

επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,διασταύρωση,δυσάρεστος,αποκτώντας,ερεθιστικός,βάζω έξω,που αχνίζει,αναστάτωση

agreeing (with or to) => συμφωνώ, agreeing (to) => συμφωνία (με), agreeing (on) => συμφωνεί (με), agreed (with) => συμφωνεί (με), agreed (to) => συμφωνημένο (με),