Greek Meaning of agreeing (with)
Συμφωνώντας (με)
Other Greek words related to Συμφωνώντας (με)
- απολαυστικός
- γιορτή
- ευχάριστος
- ικανοποιητικό
- θέρμανση
- αστείος
- ηρεμιστικό
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- αεριοποίηση
- ευχάριστος
- Γκλάντινγκ
- ικανοποιητικός
- ευχάριστος
- αγαλλίαση
- κατευναστικός
- κατάλληλος
- συναρπαστικός
- γαργάλημα
- Catering (σε)
- Περιεχόμενο
- καταπραϋντικό
- καταπραϋντικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- ελπιδοφόρος
- παραπλανητικό
- γαλβανισμός
- εξευμενιστικός
- κατευναστικός
- ηρεμιστικό
- σκλήρυνση
- χορταστικός
- χορταστικό
- διεγερτικός
- θεραπεία
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- διασταύρωση
- δυσάρεστος
- αποκτώντας
- ερεθιστικός
- βάζω έξω
- που αχνίζει
- αναστάτωση
- θυμωμένος
- Τρίψιμο
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- σίτα
- θυμίαμα
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- τρελός
- κνίδωση
- Εξοργιστικό
- ενοχλητικό
- πικάν
- προκλητικός
- πίκρα
- εκνευριστικό
- Ανάστατος
- διεγερτικός
- ανακάτεμα
- αναστατωτικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- προσβλητικός
- τριβή
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- προσβλητικός
- προσβλητικός
- παρενόχληση
- φλεγμονώδης
- ενοχλητικός
Nearest Words of agreeing (with)
- agreeing (with or to) => συμφωνώ
- agreeing (to) => συμφωνία (με)
- agreeing (on) => συμφωνεί (με)
- agreed (with) => συμφωνεί (με)
- agreed (to) => συμφωνημένο (με)
- agree (with) => συμφωνώ (με)
- agree (with or to) => συμφωνώ (με ή προς)
- agree (to) => συμφωνώ
- agree (on) => συμφωνώ (για)
- agonizes => βασανίζεται
Definitions and Meaning of agreeing (with) in English
agreeing (with)
to regard (something) with approval
FAQs About the word agreeing (with)
Συμφωνώντας (με)
to regard (something) with approval
απολαυστικός,γιορτή,ευχάριστος,ικανοποιητικό,θέρμανση,αστείος,ηρεμιστικό,Διασκεδαστικό,συναρπαστικός,αεριοποίηση
επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,διασταύρωση,δυσάρεστος,αποκτώντας,ερεθιστικός,βάζω έξω,που αχνίζει,αναστάτωση
agreeing (with or to) => συμφωνώ, agreeing (to) => συμφωνία (με), agreeing (on) => συμφωνεί (με), agreed (with) => συμφωνεί (με), agreed (to) => συμφωνημένο (με),