Greek Meaning of tickling

γαργάλημα

Other Greek words related to γαργάλημα

Definitions and Meaning of tickling in English

Wordnet

tickling (n)

the act of tickling

Wordnet

tickling (s)

exciting by touching lightly so as to cause laughter or twitching movements

Webster

tickling (p. pr. & vb. n.)

of Tickle

FAQs About the word tickling

γαργάλημα

the act of tickling, exciting by touching lightly so as to cause laughter or twitching movementsof Tickle

διάτρηση,φαγούρα,διάτρησης,τρύπημα,καυτός,κτύπημα με το δάκτυλο,μούδιασμα,βαρετό,τρύπημα,διεισδυτικός

επιδεινούμενος,θυμωμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,Τρίψιμο,διασταύρωση,δυσάρεστος,εκνευριστικός,Ενοχλητικός,αποκτώντας

tickler file => Αρχείο υπενθύμισης, tickler coil => πηνίο υπενθύμισης, tickler => υπενθύμιση, σημείωμα, ειδοποίηση, tickleness => γαργαλισμός, ticklenburg => Τίκενμπουργκ,