Greek Meaning of burrowing (into)
σκάβοντας (μέσα)
Other Greek words related to σκάβοντας (μέσα)
Nearest Words of burrowing (into)
- burrows => λαγούμια
- burst (forth) => ξεσπάω (έξω)
- burst (in or into) => σκάω (μέσα ή μέσα σε)
- bursted => έσπασε
- bursted (in or into) => εξερράγη (σε ή μέσα σε)
- bursting (in or into) => εκρήγνυται (σε ή μέσα σε)
- bursts => εκρήξεις
- bused => μεταφέρθηκε με λεωφορείο
- bush pilot => Πιλότος σαβάνας
- bushels => μπουσέλια
Definitions and Meaning of burrowing (into) in English
burrowing (into)
No definition found for this word.
FAQs About the word burrowing (into)
σκάβοντας (μέσα)
Κοπή,εκσκαφή,σκαψίματα,αυλάκωση,κούφιος,διεισδυτικός,σχίσιμο,ρήξη,κόψιμο,σχίση
γέμιση,Συνδέοντας,σφράγιση,patch
burrowed (into) => σκαμμένο (σε), burrow (into) => σκάβω (σε), burros => Γαϊδούρια, burnt out => καμμένο, burnt one's ears => καίγομαι τα αυτιά μου,