Greek Meaning of burrowing (into)

σκάβοντας (μέσα)

Other Greek words related to σκάβοντας (μέσα)

Definitions and Meaning of burrowing (into) in English

burrowing (into)

No definition found for this word.

FAQs About the word burrowing (into)

σκάβοντας (μέσα)

Κοπή,εκσκαφή,σκαψίματα,αυλάκωση,κούφιος,διεισδυτικός,σχίσιμο,ρήξη,κόψιμο,σχίση

γέμιση,Συνδέοντας,σφράγιση,patch

burrowed (into) => σκαμμένο (σε), burrow (into) => σκάβω (σε), burros => Γαϊδούρια, burnt out => καμμένο, burnt one's ears => καίγομαι τα αυτιά μου,