Greek Meaning of slitting
κοπή
Other Greek words related to κοπή
- Κοπή
- σκίσιμο
- κόψιμο
- κοπή
- μώλωπες
- Κόψιμο
- σκίσιμο
- εγχάραξη
- τρύπημα
- πριόνισμα
- διαχωρισμός
- κούρεμα
- σχίση
- μαχαίρωμα
- Δάκρυα
- ακρωτηριασμός
- Σφαγή
- γλυπτική
- σχηματοποίηση
- σμίλευμα
- σμίλευση
- σχίσιμο
- διατομικό
- κόβοντας
- ζάρι
- διατομή
- χάκινγκ
- Σιδηροπρίονο
- Παζάρια
- τσακισμένος
- ζάρωμα
- κιμάς
- εγκοπή
- σχίσιμο
- σχίσιμο
- ψαλίδι
- τμηματοποίηση
Nearest Words of slitting
Definitions and Meaning of slitting in English
slitting (p. pr. & vb. n.)
of Slit
slitting ()
a. & n. from Slit.
FAQs About the word slitting
κοπή
of Slit, a. & n. from Slit.
Κοπή,σκίσιμο,κόψιμο,κοπή,μώλωπες,Κόψιμο,σκίσιμο,εγχάραξη,τρύπημα,πριόνισμα
No antonyms found.
slitter => κόφτης, slitted => σχισμένος, slit-shell => κοχύλι με σχισμή, slithery => ολισθηρός, slithering => ολισθηρός,