FAQs About the word slitting

κοπή

of Slit, a. & n. from Slit.

Κοπή,σκίσιμο,κόψιμο,κοπή,μώλωπες,Κόψιμο,σκίσιμο,εγχάραξη,τρύπημα,πριόνισμα

No antonyms found.

slitter => κόφτης, slitted => σχισμένος, slit-shell => κοχύλι με σχισμή, slithery => ολισθηρός, slithering => ολισθηρός,