FAQs About the word amputating

ακρωτηριασμός

of Amputate

διαχωρισμός,σπασίματος,κοπή (απενεργοποίηση),εξαγωγή,αρπάζοντας,τράβηγμα,σκίσιμο,Δάκρυα,διαχωρισμός,Επιβολή

Επανασύνδεση

amputated => ακρωτηριασμένος, amputate => Ακρωτηριάζω, ampulliform => αμπούλης , ampullated => αμπούλα, ampullate => αμπούλα,