Greek Meaning of lopping (off)
αποκοπή (αποκοπή)
Other Greek words related to αποκοπή (αποκοπή)
Nearest Words of lopping (off)
Definitions and Meaning of lopping (off) in English
lopping (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word lopping (off)
αποκοπή (αποκοπή)
αποκόμματα,Κοπή,κόψιμο,ξύρισμα,Κοπή,λικνιζόμενος,καλλιέργεια,προσάραξη,χλοοκοπή,Ξύσιμο
εκτίνω,επιμήκυνση,επιμήκυνξη
lopped (off) => κομμένο (από), lopes => τρέχω, lop (off) => κόβω, loots => Λάφυρα, looters => λεηλατητές,