Greek Meaning of lose one's heart (to)

ερωτεύομαι (κάποιον)

Other Greek words related to ερωτεύομαι (κάποιον)

Definitions and Meaning of lose one's heart (to) in English

lose one's heart (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word lose one's heart (to)

ερωτεύομαι (κάποιον)

λατρεύω,κρατώ τη δάδα (για),ερωτεύομαι,αγάπη,κρατώ έναν πυρσό (για),εκτιμώ,Λατρεία,αγιοποιώ,θεοποιώ,ευχαριστηθείτε (με)

καταφρονώ,εχθρεύω,αποδοκιμάζει (κάτι),δυσμένεια,Αντιπάθεια,δυσαρέστηση,εξέγερση,απενεργοποίηση,αηδία,καταριέμαι

lose one's cool => Απολέστε τον έλεγχο, lose ground => Χάνω έδαφος, lose (to) => χάνω (από), lores => Χαμηλής ανάλυσης, lordships => κυριότητες,