Greek Meaning of lorded (it over)
εξουσιάζω πάνω του
Other Greek words related to εξουσιάζω πάνω του
Nearest Words of lorded (it over)
Definitions and Meaning of lorded (it over) in English
lorded (it over)
No definition found for this word.
FAQs About the word lorded (it over)
εξουσιάζω πάνω του
κόβω,προστατευμένος,μίλησα σε κάποιον με συγκαταβατικό τόνο,condescend,βασίλευε (επάνω),αδιαφορώ,με ψηλό καπέλο,προσβάλλω,απορριφθεί
No antonyms found.
lord (it over) => δεσπόζω, lops (off) => κόβω (off), lopping (off) => αποκοπή (αποκοπή), lopped (off) => κομμένο (από), lopes => τρέχω,