FAQs About the word lop (off)

κόβω

κλιπ,κόβω,μείωση,ξύρισμα,Διακόσμηση,Μπομπ,σοδειά,αποβάθρα,Κουρεύω,δαγκάνοντας

επεκτείνω,επιμηκύνω,επιμηκύνω

loots => Λάφυρα, looters => λεηλατητές, loosey-goosey => χαλαρός, looses => χάνει, loosens => χαλαρώνει,