Greek Meaning of loosening up

χαλαρώνω

Other Greek words related to χαλαρώνω

Definitions and Meaning of loosening up in English

loosening up

to become less tense

FAQs About the word loosening up

χαλαρώνω

to become less tense

διευκολυντικό,Επιταχυνόμενος,χαλάρωση,λίπανση,Βελτιούμενος,προώθηση,απλούστευση,λείανση,υποκίνηση,προελαύνοντας

περίπλοκο,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,επιδεινούμενος,Καθυστερημένος,Επιδεινώνοντας

loosened up => χαλαρώσει, loosened (up) => χαλαρός/η, loosen (up) => χαλαρώνω, loose-jointedness => χαλαρότητα, loops => βρόχοι,