FAQs About the word hastening

άρον άρον

of Hasten

επιτάχυνση,επιτάχυνση

φρενάρισμα,Επιβράδυνση,πτώση,σταγόνα,επιβράδυνση,επιβράδυνση,κατεβάζω,άμπωτης,ύφεση,ύφεση

hastener => επιταχυντής, hastened => επιτάχυνε, hasten => επιταχύνω, hasted => βιαστικός, haste => σπεύδω,