FAQs About the word letup

ύφεση

a pause during which things are calm or activities are diminished

φρενάρισμα,Επιβράδυνση,πτώση,σταγόνα,επιβράδυνση,επιβράδυνση,πτώση,κατεβάζω,άμπωτης,σταματώ

επιτάχυνση,επιτάχυνση,άρον άρον

letuary => Ηλεκτό, lettuce => Μαρούλι, letts => ορός γάλακτος, lettrure => ανάγνωση, lettre de cachet => Γράμμα με άδεια,