Greek Meaning of letting

αφήνοντας

Other Greek words related to αφήνοντας

Definitions and Meaning of letting in English

Wordnet

letting (n)

property that is leased or rented out or let

Webster

letting (p. pr. & vb. n.)

of Let

FAQs About the word letting

αφήνοντας

property that is leased or rented out or letof Let

επιτρέποντας,συγκατάθεση,παραχώρηση,Άδεια,επιτρέποντας,επίδομα,Εγκριση,Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση

απαγόρευση,Εμπάργκο,απαγόρευση,Απαγόρευση,βέτο,περιορισμός,Αναστολή,απαγορεύω,περιορισμός,απαγόρευση

lettic => λετονικός, letterwood => Γράμμα ξύλο, letterure => λογοτεχνία, letterset printing => Εκτύπωση επιστολόχαρτου, letters testamentary => διαθήκη,