Greek Meaning of letting
αφήνοντας
Other Greek words related to αφήνοντας
- επιτρέποντας
- συγκατάθεση
- παραχώρηση
- Άδεια
- επιτρέποντας
- επίδομα
- Εγκριση
- Έγκριση
- εξουσιοδότηση
- κάθαρση
- Ενεργοποίηση
- εγκριση
- αφήνω
- άδεια
- άδεια
- αδειοδότηση
- εντάξει
- εντάξει
- κυρώσεις
- επιβάλλων κυρώσεις
- υποστήριξη
- ανεκτικότητα
- ανοχή
- Χορήγηση άδειας
- αποδοχή
- συμφωνία
- συγκατάθεση
- ευλογία
- συμμόρφωση
- Ενθάρρυνση
- Επικύρωση
- διευκόλυνση
- Αυθέντευση
- συνταγή
- προαγωγή
- υποβολή
- δυστυχία
Nearest Words of letting
- lettic => λετονικός
- letterwood => Γράμμα ξύλο
- letterure => λογοτεχνία
- letterset printing => Εκτύπωση επιστολόχαρτου
- letters testamentary => διαθήκη
- letters patent => δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- letters of marque => γράμματα μαρκ
- letters of administration => δικαστικές διαθήκες
- letters => γράμματα
- letterpress => Τυπογραφία
Definitions and Meaning of letting in English
letting (n)
property that is leased or rented out or let
letting (p. pr. & vb. n.)
of Let
FAQs About the word letting
αφήνοντας
property that is leased or rented out or letof Let
επιτρέποντας,συγκατάθεση,παραχώρηση,Άδεια,επιτρέποντας,επίδομα,Εγκριση,Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση
απαγόρευση,Εμπάργκο,απαγόρευση,Απαγόρευση,βέτο,περιορισμός,Αναστολή,απαγορεύω,περιορισμός,απαγόρευση
lettic => λετονικός, letterwood => Γράμμα ξύλο, letterure => λογοτεχνία, letterset printing => Εκτύπωση επιστολόχαρτου, letters testamentary => διαθήκη,