Greek Meaning of tabu
Ταμπού
Other Greek words related to Ταμπού
- επίδομα
- επιτρέποντας
- Έγκριση
- κάθαρση
- συγκατάθεση
- παραχώρηση
- αφήνοντας
- άδεια
- αδειοδότηση
- εντάξει
- Άδεια
- επιτρέποντας
- συνταγή
- κυρώσεις
- ανεκτικότητα
- ανοχή
- συμφωνία
- Εγκριση
- εξουσιοδότηση
- ευλογία
- συμμόρφωση
- Ενεργοποίηση
- Ενθάρρυνση
- Επικύρωση
- διευκόλυνση
- εγκριση
- αφήνω
- άδεια
- υπακοή
- εντάξει
- προαγωγή
- επιβάλλων κυρώσεις
- υποβολή
- δυστυχία
- υποστήριξη
- Χορήγηση άδειας
- προσχώρηση
- αποδοχή
- συγκατάθεση
- Αυθέντευση
Nearest Words of tabu
Definitions and Meaning of tabu in English
tabu (n)
a prejudice (especially in Polynesia and other South Pacific islands) that prohibits the use or mention of something because of its sacred nature
an inhibition or ban resulting from social custom or emotional aversion
tabu (s)
forbidden to profane use especially in South Pacific islands
excluded from use or mention
tabu (n. & v.)
See Taboo.
FAQs About the word tabu
Ταμπού
a prejudice (especially in Polynesia and other South Pacific islands) that prohibits the use or mention of something because of its sacred nature, an inhibition
απαγόρευση,Εμπάργκο,περιορισμός,Απαγόρευση,περιορισμός,καταστολή,βέτο,όχι-όχι,περιορισμός,άρνηση
επίδομα,επιτρέποντας,Έγκριση,κάθαρση,συγκατάθεση,παραχώρηση,αφήνοντας,άδεια,αδειοδότηση,εντάξει
tabriz => Ταμπρίζ, tabret => τύμπανο, tabrere => ταμπρέρα, tabouret => Ταμπούρε, tabour => Ταμπούρο,