Greek Meaning of obedience
υπακοή
Other Greek words related to υπακοή
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- υποβολή
- υποτακτικότητα
- υπαγωγή
- παράδοση
- Πειθαρχία
- συνέπεια χρέους
- Συμμόρφωσης
- αποδοχή
- ευγένεια
- ευκολία
- капитуляция
- έλεγχος
- σεβασμός
- υπακοή
- Ταπεινότητα
- Αναστολή
- πράοτης
- σεμνότητα
- υπόκλιση
- δουλοπρέπεια
- παραγγελία
- καταστολή
- συγκράτηση
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- υποταγή
- καταστολή
- Διδακτικότητα
- προσαρμοστικότητα
- Πειθήνιοτητα
- υποχωρητικός
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- Εκπαιδευσιμότητα
- ανυπακοή
- πρόκληση
- ανυπακοή
- Απείθεια
- δυσκολία
- μη συμμόρφωση
- εξέγερση
- ανταρσία
- απειθαρχία
- ανθυγία
- Αυτοθέληση
- αναρχία
- αυθαιρεσία
- Μη συνεργασία
- παραξενιά
- μπόζο
- αντίθεση
- Ασεβεια
- Θράσος
- Θράσσος
- Εξέγερση
- εξέγερση
- ανταρσία
- Επιμονή
- θόρυβος
- εστία
- διαστροφή
- αντάρτης
- άρνηση
- εξέγερση
- αγένεια
- Εμμονή
- κακοτροπία
- διαφωνία
- Διαφωνία
- εξέγερση
- κακή συμπεριφορά
- σκανταλιά
- πεισματικότητα
- σκανταλιά
- Πεισματικότητα
- πείσμα
- ανταρσία
- Ύβρις
Nearest Words of obedience
Definitions and Meaning of obedience in English
obedience (n)
the act of obeying; dutiful or submissive behavior with respect to another person
the trait of being willing to obey
behavior intended to please your parents
obedience (n.)
The act of obeying, or the state of being obedient; compliance with that which is required by authority; subjection to rightful restraint or control.
Words or actions denoting submission to authority; dutifulness.
A following; a body of adherents; as, the Roman Catholic obedience, or the whole body of persons who submit to the authority of the pope.
A cell (or offshoot of a larger monastery) governed by a prior.
One of the three monastic vows.
The written precept of a superior in a religious order or congregation to a subject.
FAQs About the word obedience
υπακοή
the act of obeying; dutiful or submissive behavior with respect to another person, the trait of being willing to obey, behavior intended to please your parentsT
συμμόρφωση,συμμόρφωση,υποβολή,υποτακτικότητα,υπαγωγή,παράδοση,Πειθαρχία,συνέπεια χρέους,Συμμόρφωσης,αποδοχή
ανυπακοή,πρόκληση,ανυπακοή,Απείθεια,δυσκολία,μη συμμόρφωση,εξέγερση,ανταρσία,απειθαρχία,ανθυγία
obedible => Βρώσιμο, obectize => αντικειμενοποιώ, obechi => Ομπέτσε, obeche => Όμπεκι, obeah => obeah,