Greek Meaning of tractability

προσαρμοστικότητα

Other Greek words related to προσαρμοστικότητα

Definitions and Meaning of tractability in English

Wordnet

tractability (n)

the trait of being easily persuaded

Webster

tractability (n.)

The quality or state of being tractable or docile; docility; tractableness.

FAQs About the word tractability

προσαρμοστικότητα

the trait of being easily persuadedThe quality or state of being tractable or docile; docility; tractableness.

αποδοχή,ευγένεια,ευκολία ,συμμόρφωση,συμμόρφωση,υπακοή,υποβολή,υπαγωγή,Διδακτικότητα,υποχωρητικός

αντίθεση,ανυπακοή,πρόκληση,ανυπακοή,Απείθεια,δυσκολία,μη συμμόρφωση,εξέγερση,ανταρσία,απειθαρχία

tract housing => Οικοπεδική στέγαση, tract house => μονοκατοικία, tract => φυλλάδιο, trackway => σιδηρόδρομος, trackwalker => σιδηροδρομικός επιθεωρητής,