Greek Meaning of docility

υπακοή

Other Greek words related to υπακοή

Definitions and Meaning of docility in English

Wordnet

docility (n)

the trait of being agreeably submissive and manageable

Webster

docility (n.)

teachableness; aptness for being taught; docibleness.

Willingness to be taught; tractableness.

FAQs About the word docility

υπακοή

the trait of being agreeably submissive and manageableteachableness; aptness for being taught; docibleness., Willingness to be taught; tractableness.

αποδοχή,υπακοή,υποτακτικότητα,συγκατάθεση,Επιδοτικότητα,συμμόρφωση,πειθαρχία,σεβασμός,χιούμορ,δεκτικότητα

πρόκληση,ανυπακοή,Εχθρότητα,εχθρότητα,Αντιπάθεια,έχθρα,Κακή θέληση,δυσκολία,απειθαρχία

docile => υπάκουος, docibleness => Υποτακτικότητα, docible => ενδοτικός, docibility => δεκτικότητα στη μάθηση, dochmius => γαντζοσκώληκας,